Κρατική ευθύνη και αποζημίωση για ζημιές οφειλόμενες στο φαινόμενο της παγκόσμιας υπερθέρμανσης του πλανήτη:

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να φωτίσει τις σημαντικότερες πτυχές του προβλήματος της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή αλλιώς του φαινομένου του θερμοκηπίου. Το γήινο κλιματικό σύστημα μεταβάλλεται διαρκώς και ως τμήμα του οικοσυστήματος παρουσιάζει μεταπτώσεις. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου όμως εστ...

Full description

Bibliographic Details
Main Author: Τσιαμήτρου, Ευαγγελία Αθανασίου
Format: Text
Language:Greek
Published: Aristotle University of Thessaloniki 2009
Subjects:
Online Access:https://dx.doi.org/10.26262/heal.auth.ir.113611
https://ikee.lib.auth.gr/record/113611
Description
Summary:Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να φωτίσει τις σημαντικότερες πτυχές του προβλήματος της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή αλλιώς του φαινομένου του θερμοκηπίου. Το γήινο κλιματικό σύστημα μεταβάλλεται διαρκώς και ως τμήμα του οικοσυστήματος παρουσιάζει μεταπτώσεις. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου όμως εστιάζεται στην ανθρωπογενή επιτάχυνση των κλιματικών αλλαγών. Εν ολίγοις ορίζεται ως η ανθρωπογενής παρεμβολή πάνω στη φυσική διακύμανση του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος. Η μέση θερμοκρασία στην επιφάνεια της γης αυξάνει με άμεση συνδρομή του ανθρώπινου παράγοντα, μέσω των διογκούμενων εκπομπών θερμοκηπιακών ρύπων (CO2, CH4, CFCs, N2O, O3). Τα αέρια αυτά -κυρίως το διοξείδιο του άνθρακα ( CO2 )- θεωρούνται αναπτυξιακοί ρύποι. Αυξάνονται ανάλογα με την βιομηχανική και συνακόλουθα οικονομική πρόοδο ενός κράτους ή ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Σχεδόν το σύνολο των εκπομπών ρύπων προέρχεται από τον ενεργειακό τομέα, εξ αιτίας της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Επίσης ένα ποσοστό 3,5% περίπου επί του συνόλου των παγκόσμιων εκπομπών αποδίδεται στις διεθνείς θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές. Οι επιπτώσεις του φαινομένου απλώνονται σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ναι μεν έχουν αρχικά οικολογική διάσταση, δεν είναι δυνατό όμως να παραβλεφθούν τα συνεπαγόμενα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά επακόλουθα. Οι νότιες περιοχές του πλανήτη θα δεχτούν πρώτες τις σκληρές αλλαγές του κλίματος. Η θερμότητα των αερίων διεισδύει στους ωκεανούς, ζεσταίνει τα ύδατα, οι παγετώνες και τα χιόνια λιώνουν και κατ’ αποτέλεσμα η στάθμη των θαλασσών ανεβαίνει σταδιακά. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας (από 15 εκατοστά μέχρι και ένα μέτρο μέχρι το 2100) αναμένεται να προκαλέσει ανυπολόγιστες οικονομικές ζημίες σε παράκτιες περιοχές από συνεχείς πλημμύρες, ενώ οι προβλέψεις είναι πιο δυσοίωνες για τα μικρά νησιωτικά κράτη, που κινδυνεύουν να απολέσουν σημαντικό τμήμα των εδαφών τους λόγω κάλυψης από ύδατα, ακόμη και να βυθιστούν ολόκληρα. Σε άλλες ζώνες της γης οι άνθρωποι θα χτυπηθούν από την ξηρασία, που θα προξενήσει η αύξηση της θερμοκρασίας και σταδιακά θα αδυνατούν να παράγουν επαρκείς ποσότητες γεωργικών προϊόντων. Πολύ πιθανό είναι και το ενδεχόμενο σοβαρών επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία. Οι πολίτες όλου του κόσμου θα πρέπει να βρουν τρόπο να θωρακίσουν τον οργανισμό τους, ώστε να υπερνικήσει την μόλυνση της ατμόσφαιρας, την διαρκή χειροτέρευση της ποιότητας του νερού και μεταδοτικές ασθένειες, που είχαν εκλείψει κατά το παρελθόν. Εξ αυτών όλων προκύπτει το ότι χιλιάδες άνθρωποι θα βρεθούν στη δυσχερή θέση να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, προκειμένου να επιβιώσουν. Εύκολα γίνεται αντιληπτό και ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος οι άνθρωποι αυτοί πρόκειται να είναι κάτοικοι ευπρόσβλητων, φτωχών και υπανάπτυκτων περιοχών. Έχουν καταγραφεί εκτιμήσεις για εκατόν πενήντα εκατομμύρια περιβαλλοντικούς πρόσφυγες έως το έτος 2050, δηλαδή ατόμων που θα μεταναστεύσουν με αποκλειστική αιτία την αλλαγή του κλίματος. Ενόψει των εκτιμήσεων των ζημιών που προκαλεί το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, στο παρόν σύγγραμμα διερευνάται αν είναι εφικτό τα κράτη-θύματα να διεκδικήσουν την αποκατάσταση των βλαβών τους ενώπιον διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Ήδη από το 1992 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας των Μαλδίβων, M.A. Gayoom, απηύθυνε έκκληση στα ανεπτυγμένα κράτη για την καταπολέμηση του φαινομένου, προκειμένου να σωθεί η χώρα του από τον καταποντισμό. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2002, το νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού Tuvalu απάντησε στην άρνηση των Η.Π.Α. να επικυρώσουν το Πρωτόκολλο του Κιότο με απειλή κατάθεσης ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αιτήσεως αποκατάστασης των ζημιών που θα υποστεί η χωρά τους από πιθανή επερχόμενη βύθιση.Είτε το Tuvalu σκοπεύει στ’ αλήθεια να απευθυνθεί στο Δ.Δ.Χ. είτε όχι, κρίνεται σκόπιμη η εύρεση του νομικού πλαισίου που θα στοιχειοθετήσει τη βάση μιας τέτοιας αίτησης. Σε πρώτη φάση θα παρουσιασθούν οι πιο σημαντικές απόψεις και προβληματισμοί σχετικά με το αν υπάρχει ανθρώπινο δικαίωμα σε υγιές φυσικό περιβάλλον, ικανό να επιτρέψει νομική νίκη κατά των ρυπαντών του πλανήτη. Θα ακολουθήσει ο εντοπισμός των πρωτογενών κανόνων, που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά κάθε νομικής οντότητας εν σχέση πάντα με την προστασία του περιβάλλοντος από τους ρύπους.Στη συνέχεια θα αποδοθούν και οι δευτερογενείς κανόνες, οι οποίοι συγκεκριμενοποιούν τις συνέπειες της παραβίασης των πρωτογενών κανόνων και θα επιχειρηθεί παρουσίαση όλων των δικονομικών δυνατοτήτων και εύρεση της αρμοδιότητας για κρίση επί της ουσίας της υπό σκέψη διαφοράς. Ενδεικτικά στο γενικό διεθνές δίκαιο υπάρχουν κανόνες που θεωρητικά θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον καταλογισμό ευθυνών στα κράτη που συμβάλλουν περισσότερο στην εκπομπή θερμοκηπιακών ρύπων. Υπάρχει καταρχήν η γενική υποχρέωση των κρατών να μην επιτρέπουν στο έδαφός τους δραστηριότητες που βλάπτουν περιοχές εκτός της δικαιοδοσίας τους. Επιπλέον υποχρεώσεις για τα κράτη πηγάζουν και από την Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή και το συμπληρωματικό σε αυτήν Πρωτόκολλο του Κιότο. Παρά το γεγονός ότι είναι εμφανής ο υψηλός βαθμός δυσκολίας απόδειξης των διασυνοριακών ζημιών γενικά, η κρισιμότητα και η σπουδαιότητα του προβλήματος του φαινομένου του θερμοκηπίου σε συνδυασμό και με τον όγκο των επιστημονικών πληροφοριών για την αποκλειστικότητα της ανθρώπινης βλαπτικής επίδρασης στη φύση θα μπορούσαν ίσως να δικαιολογήσουν τη χαλάρωση των απαιτήσεων για άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ περιβαλλοντικής ζημίας και αποτελέσματος. Για την ορθότερη θεμελίωση του νόμω βάσιμου του αιτήματος θα γίνει έρευνα σε δύο κατηγορίες του Διεθνούς Δικαίου : α.) στους κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου, β.) σε διεθνείς συμφωνίες με αντικείμενο την κλιματική αλλαγή. Κατόπιν αυτού το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στην απόδειξη των παραβιάσεων και στη δυνατότητα αποτίμησης των συνεπειών τους. Επίσης θα παρατεθεί και μια επισκόπηση των δικονομικών βοηθημάτων που είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τον σκοπό της προστασίας των συμφερόντων των ευπρόσβλητων από το φαινόμενο του θερμοκηπίου κρατών. : This Article argues that the current structure of international law makes it unlikely that victims of climate change will find justice through international legal proceedings. According to the Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC), human-induced climate change will transform the ecological balance of our planet and lead to dramatic societal problems. Based on these projections, it seems natural that the international society would be doing everything in its power to combat climate change.Unfortunately, this is not the case. Because the global economy relies so heavily on the burning of fossil fuels, the primary cause of climate change, forming effective mechanisms to control and mitigate climate change is not easy. The development of the Kyoto Protoco l(Protocol) demonstrates the difficulty of organizing an effective international response to climate change. The events leading up to the Protocol began at the Rio Conference on Environment and Development. At the conference, 156 countries signed the 1992 United Nations Framework Convention on Climate Change (Climate Convention or Convention), an agreement setting forth general obligations on nation-states (states) to mitigate climate change and adapt to its consequences. In 1997, the Kyoto Protocol to the Convention was adopted. The Protocol imposed concrete obligations on states to reduce their greenhouse gas emissions during the first commitment period, 2008-2012. However, after both the United States and Australia refused to ratify the Protocol, it seemed that the Protocol would not become operational.Following its ratification by Russia, the Protocol became binding on February 16, 2005. Even though the Protocol commits its state parties to certain emissions reductions, these standards do not meet those recommended by climate scientists. For instance, China and India are among the worst emitters of greenhouse gases but have no reduction commitments. This is alarming news for those states and people who will suffer the most severe consequences of climate change. The worst emitters of greenhouse gases are either outside the Protocol altogether or have no binding reduction obligation. Even if the United States and Australia decided to ratify the Protocol, its reduction standards are clearly inadequate.In light of this regulatory failure, victims of climate change have started to think of ways to bring the worst emitters of greenhouse gases to justice. When signing the Climate Convention, the small island states declared that their participation did not relieve the legal responsibility of those states contributing the most emissions.Tuvalu, a small island state in the South Pacific whose land will be inundated within the next fifty years, announced in 2002 that it would take Australia to the International Court of Justice (ICJ). With the help of the Inuit Circumpolar Council (ICC), the Inuit recently filed a petition against the United States with the Inter-American Commission of Human Rights (IACHR) of the Organization of American States (OAS). The 167-page petition carefully details the particular human rights the United States has violated in the course of being the world's worst emitter ofgreenhouse gases. The petition asserts that these emissions are directly correlated to the destruction of the Inuit's environment and culture. Ultimately, the goal of their petition is to have the IACHR pronounce that the United States has breached the Inuit's internationally guaranteed human rights. The legal strategies of Tuvalu and the ICC are the only cases in which a victim of climate change has announced that it will take its claim to international legal proceedings. However, other legal mechanisms may also be available. For instance, the dispute settlement procedures under the United Nations Convention on the Law of the Sea (UNCLOS) and the advisory opinion of the ICJ have both been endorsed as promising legal responses to climate change. Part I examines the various international legal proceedings that could provide recourse for victims of climate change. Part II focuses on the only case that has proceeded to the submission stage, the above-mentioned Inuit petition to the IACHR. Importantly, the Inuit's human rights petition is currently the best possibility for success in international litigation since evidence already exists that climate change has caused clearly identifiable damage to the Arctic environment. The Article concludes by analyzing the likelihood of successfully combating climate change by utilizing the legal mechanisms discussed in Parts I and II.